- ευρωστώ
- εὐρωστῶ, -έω (ΑΜ) [εύρωστος]είμαι εύρωστος, υγιήςαρχ.1. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση («ἐὰν εὐρωστῇ σοι τὰ πράγματα», Φίλ.)2. επιδεικνύω ηθική δύναμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρώστῳ — εὔρωστος stout masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)